- αυτάγρετος
- αὐτάγρετος, -ον (Α)1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα.[ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο)-* + *αγρετός < αγρώ (-έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.