αυτάγρετος

αυτάγρετος
αὐτάγρετος, -ον (Α)
1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος
2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια
3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο)-* + *αγρετός < αγρώ (-έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αὐτάγρετος — self chosen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετον — αὐτάγρετος self chosen masc/fem acc sg αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτάγρετα — αὐτάγρετος self chosen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυταγρεσία — αὐταγρεσία, η (Α) [αυτάγρετος] εκούσια πράξη, ελεύθερη εκλογή …   Dictionary of Greek

  • καὐτάγρετοι — αὐτάγρετοι , αὐτάγρετος self chosen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”